στράβηλος

στράβηλος
στράβηλος
snail
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • στράβηλος — ό, ἡ, Α 1. κοχλίας («στράβηλοι κοχλίαι», Ησύχ.) 2. είδος αγριελιάς («τὰς δὲ κοτινάδας ἐλάας στραβήλους ὠνόμασε Φερεκράτης», Πολυδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεσταλμένη βαθμίδα στραβ τού στρεβ λός* + επίθημα ηλος (πρβλ. τράχ ηλος)] …   Dictionary of Greek

  • στραβήλοις — στράβηλος snail fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλου — στράβηλος snail fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλους — στράβηλος snail fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλων — στράβηλος snail fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στραβήλῳ — στράβηλος snail fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στράβηλοι — στράβηλος snail fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ηλος — οι καταλήξεις τής Αρχαίας Ελληνικής που εμφανίζουν επίθημα λο ανάγονται σε ΙΕ επίθημα * lο , το οποίο, συνδυαζόμενο με ρηματικά θέματα, παρήγε μια ιδιαίτερη κατηγορία μετοχών τής ΙΕ που μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν και ως επιθετικοί προσδιορισμοί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”